ἱερῶν

ἱερῶν
ἱερά
serpent
fem gen pl
ἱεράζω
serve as priest
fut part act masc voc sg
ἱεράζω
serve as priest
fut part act neut nom/voc/acc sg
ἱεράζω
serve as priest
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ἱεραί
filled with
fem gen pl
ἱερή
fem gen pl
ἱερόν
neut gen pl
ἱερός
filled with
fem gen pl
ἱερός
filled with
masc/neut gen pl
ἱερός
filled with
masc/fem/neut gen pl
ἱερόω
consecrate
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἱερόω
consecrate
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἱερόω
consecrate
pres part act masc nom sg
ἱερόω
consecrate
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἱέρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… …   Dictionary of Greek

  • Ἱερῶν — Ἱέρη fem gen pl Ἱερή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱέρων — ἱερά serpent neut gen pl ἱ̱έρων , ἱερόω consecrate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἱ̱έρων , ἱερόω consecrate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἱερόω consecrate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἱερόω consecrate imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρωνα — Ἱέρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρωνι — Ἱέρων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρωνος — Ἱέρων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”